Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Όλοι δικαιούνται μια «Ευρώπη»

Όλοι δικαιούνται μια «Ευρώπη» της Τακά Ευδοξίας (Γ5)

Έπειτα από την πάροδο πολλών αιώνων κατά τη διάρκεια των οποίων πολλές φιλόδοξες προσωπικότητες (Μέγας Αλέξανδρος, Κάρολος ο Μέγας, Ναπολέων, Χίτλερ) οραματίστηκαν, σαφώς ή απροσδιορίστως, μία «Ενωμένη Ευρώπη», αλλά καμία δεν κατάφερε να την πραγματοποιήσει, είτε λόγω της χρήσης λάθος μεθόδων (πόλεμος, εξαναγκασμός), είτε λόγω λανθασμένων στόχων και προσανατολισμών, μπορούμε πια να κάνουμε λόγο για αυτήν την «Ενωμένη Ευρώπη». Διότι, στη σύγχρονη εποχή η προσπάθεια αυτή θεμελιώνεται στη θέληση των ίδιων των Ευρωπαϊκών Λαών να συνεργαστούν και να προσπαθήσουν από κοινού για την πραγμάτωση του μεγαλεπήβολου αυτού σχεδίου. Έτσι, το 1953 το Ευρωπαϊκό Εγχείρημα έκανε τα πρώτα ελπιδοφόρα βήματα του και έφτασε ως τις μέρες μας έχοντας να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και να λύσει καινούρια προβλήματα. Άλλωστε, από την αρχή ήταν ξεκάθαρο πως πολύ περισσότερο επρόκειτο για μια ουτοπία, παρά για κάτι εφικτό- ισχυρισμός που, ευτυχώς, η ως τώρα πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει διαψεύσει.

Ένα από τα φλέγοντα ζητήματα, λοιπόν, που απασχολεί και προβληματίζει εντόνως την Κοινότητα είναι η συνεχόμενη διεύρυνσή της. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η διεύρυνση αυτή ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων, που ξεκαθαρίστηκαν ήδη από την αρχή της γέννησης της «Ενωμένης Ευρώπης». Η επίτευξη και διασφάλιση της ειρήνης και του δημοκρατικού πολιτεύματος στο ευρωπαϊκό έδαφος, η οικονομική συνεργασία και η ελεύθερη ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η διασφάλιση του μοναδικού και ιδιαίτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού, η αντιμετώπιση προβλημάτων διεθνούς εμβέλειας, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος, η παράνομη διακίνηση όπλων, ναρκωτικών και ανθρώπων κ.α., είναι όλα κοινοί ευρωπαϊκοί στόχοι που απαιτούν συλλογική αντιμετώπιση από μεριάς Ευρωπαϊκών Κρατών. Με αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν δυνατόν η αρχική Οικονομική Κοινότητα των έξι να παραμείνει κλειστή και να περιορίσει τη δραστηριότητα της μεταξύ μόνο των κρατών αυτών, καθώς τότε δε θα είχε νόημα να γίνεται λόγος για «Ευρωπαϊκό Όραμα», αφού θα επρόκειτο απλώς για μια ομάδα συνεταιρισμένων σε οικονομικό μόνο επίπεδο χωρών.

Έτσι, ακολούθησε μία σειρά διαδοχικών διευρύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ώσπου σήμερα περιλαμβάνει 27 μέλη-κράτη και βρίσκεται σε φάση διαπραγματεύσεων με άλλα τρία κράτη προς ένταξη (Τουρκία, Π.Γ.Δ.Μ., Κροατία). Όμως, όλες αυτές οι διευρύνσεις δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στην Κοινότητα. Αυτά κυρίως έχουν να κάνουν με τη διακυβέρνηση μιας όλο και μεγαλύτερης σε έκταση και πληθυσμό «αυτοκρατορίας»- αν μου επιτρέπεται η χρήση αυτού του όρου- στην οποία τα ετερόκλητα στοιχεία του πολιτισμού κάθε λαού γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συμβιβαστούν, καθώς αυτά πολλαπλασιάζονται με τις συνεχείς διευρύνσεις. Υπάρχει, λοιπόν, ο προβληματισμός, αν τελικά μπορούν οι Ευρωπαίοι να συνθέσουν τους επιμέρους εθνικούς χαρακτήρες τους σε μία σύνθεση πολύχρωμη και η διαφορετικότητά τους να είναι αυτή που θα τους ενώσει.

Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του προβληματισμού, ένα γενικότερο πρόβλημα που αναδύεται εντονότερο με τις διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το δημοκρατικό έλλειμμα που πλήττει εξαρχής τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτό εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι ο Ευρωπαίος Πολίτης πολύ λίγο έχει λόγο για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορούν και τον ίδιο και στο ότι σπάνια έως ποτέ ενημερώνεται για αυτές. Τα κέντρα εξουσίας και λήψης αποφάσεων είναι γεγονός πως βρίσκονται πολύ μακριά από αυτόν και επιπλέον, η ουσιαστική διακυβέρνηση αυτού του καραβιού που ονομάζεται «Ευρώπη» γίνεται από μία ομάδα τεχνοκρατών, που είναι αδύνατον να γνωρίζουν τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες του, αφού δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ αυτού και της ομάδας, με αποτέλεσμα η διακυβέρνηση να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί «τυφλή».Είναι, λοιπόν, φανερό πως η κατάσταση χειροτερεύει όσο τα κράτη-μέλη της Ένωσης αυξάνονται και μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ Πολίτη και εξουσίας.

Προχωρώντας στο δεύτερο σκέλος του παραπάνω προβληματισμού, θα αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό γεγονός: πριν λίγο καιρό γίναμε όλοι μάρτυρες της κατηγορηματικής απόρριψης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος από τους Γάλλους. Μία από τις αιτιάσεις της απόρριψης αυτής που διατυπώθηκαν ήταν η έντονη αντίδραση των Γάλλων στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα στην επικείμενη διεύρυνση της. Προσωπικά, βλέπω δύο λόγους, γιατί θα μπορούσε κανείς να εναντιωθεί στην ένταξη της Τουρκίας στην Ενωμένη Ευρώπη, έναν ιδεολογικό και έναν πιο πρακτικό και ίσως πιο ρεαλιστικό. Συλλογιζόμενος κανείς τους τρεις πυλώνες της Ένωσης, δηλαδή τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, το ρωμαϊκό δίκαιο και τον Χριστιανισμό, εύκολα διαπιστώνει ότι η Τουρκία, μία αμιγώς ισλαμική χώρα που δεν παύει να διατηρεί το νόμο της Σαρίας σε πτυχές του δημόσιου βίου, δεν έχει θέση σε μία Ένωση Εθνών με κοινές πολιτισμικές ρίζες και ιστορικές διαδρομές. Από την άλλη μεριά, η Τουρκία θεωρείται δάχτυλος των ΗΠΑ στα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μια ενδεχόμενη ένταξή της σε αυτήν θα έδινε τη δυνατότητα στους οικονομικούς κατά βάση ανταγωνιστές των Ευρωπαίων να τους ελέγχουν και να τους περιορίζουν με αποτέλεσμα η ανεξαρτησία και αυτοδυναμία της Ένωσης να εξανεμιστεί μαζί με κάθε όραμα.

Όμως, το αν η Τουρκία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι πρέπει να προβληματίζει περισσότερο τις ενδιαφερόμενες χώρες, που καλούνται να ανταποκριθούν σε κάποια πολύ συγκεκριμένα κριτήρια, κι όχι τόσο την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, που παραμερίζει την εσωστρέφεια και προτάσσει την ανοχή και το πνεύμα συνεργασίας για την επίτευξη σταθερών και υγειών σχέσεων μαζί τους. Επομένως, αν και φαινομενικά η επικοινωνία, ο διάλογος και ο συμβιβασμός φαντάζουν ένα απίθανο μελλοντικό σενάριο σε μία συνεχώς διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι η εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής από μέρους της Κοινότητας μπορεί να προσελκύσει όλους εκείνους που επιθυμούν και είναι ικανοί να συμμεριστούν τα οράματα και τους στόχους της, ενώ συγχρόνως να απωθήσει εκείνους που επιθυμούν να τη βλάψουν ή να την εκμεταλλευτούν για το ατομικό τους συμφέρον. Ωστόσο, βέβαια, αυτό προϋποθέτει πρώτα η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει μία ενδοσκόπηση ιεραρχώντας τις αξίες και τους στόχους της, που σήμερα φαίνεται να έχουν χαθεί λίγο, και ξεκαθαρίζοντας πως δεν ικανοποιεί στενά εθνικά συμφέροντα, αλλά ένα κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον, ώστε όλα τα κράτη-μέλη αποσκοπώντας σε αυτό ακριβώς να ακολουθούν μία ενιαία πολιτική στα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν.

Εξετάζοντας κανείς τη διεύρυνση από τη θετική της πλευρά, σίγουρα έχει αρκετά σημεία να επισημάνει. Πρώτα-πρώτα, έχει αποδειχθεί και εμπράκτως το πόσο μπορεί να ωφελήσει μία χώρα σε εθνικό επίπεδο η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για παράδειγμα, η Ελλάδα, που την περίοδο της ένταξής της ήταν διαλυμένη σε πολιτικό, κοινωνικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο μετά από αλλεπάλληλες διαδοχικές συμφορές (Κατοχή του 1940, Εμφύλιος και Δικτατορία) απέκτησε έναν ανεκτίμητο συμπαραστάτη, σύμμαχο και ευεργέτη στην πορεία της προς την αποτελμάτωση στην οποία είχε περιέλθει, χωρίς βέβαια η ίδια να δείξει αχαριστία παίζοντας το ρόλο του ευεργετημένου που αποχωρεί μετά τη λήξη της ευεργεσίας. Αντιθέτως, αξιοποιώντας τις οικονομικές επιχορηγήσεις, αλλά και ακολουθώντας την γενικότερη πολιτική της Ένωσης σε τομείς όπως το περιβάλλον, η εκπαίδευση, η οικονομία, έφτασε σήμερα σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο ανάπτυξης, ώστε να μπορεί πλέον και η ίδια να συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό των νεότερων μελών, που χρειάζονται την υποστήριξη της Ένωσης.

Το κίνητρο της αλληλοβοήθειας και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πέρα για πέρα σαφές ˙ πρόκειται για το στόχο της «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης», σε οικονομικό, αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Η πραγματική ολοκλήρωση δεν μπορεί να επέλθει αν όλα τα μέλη της Κοινότητας δεν είναι ισότιμα, δεν κινούνται στο ίδιο επίπεδο και δε χαρακτηρίζονται από ομοψυχία και πνεύμα αλληλεγγύης. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, οι σχέσεις μεταξύ τους να είναι σχέσεις αδελφών, που ανά πάσα στιγμή είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλον. Γι’ αυτό, τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποποιούνται κάθε προσωπικό συμφέρον και δε διστάζουν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην πρόοδο και ανάπτυξη των λιγότερο οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυγμένων μελών. Όλα αυτά, όμως, ας σημειωθεί ότι συμβαίνουν με απόλυτο σεβασμό προς την ιδιαιτερότητα, την παράδοση και την ιστορία κάθε χώρας, χωρίς τάσεις επικυριαρχικές των ισχυρότερων προς τα λιγότερα ισχυρά μέλη της Ένωσης.
Ωστόσο, παράλληλα με την ενίσχυση της οικονομίας, των εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που επιτυγχάνονται στα πλαίσια των ίδιων των κρατών- μελών, κάθε διεύρυνση έχει και μία άλλη ουσιαστική σημασία ˙ η ένταξη μίας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν αυτόματα συνεπάγεται την εκμηδένιση κάθε πιθανότητας να ξεσπάσουν ταραχές, φιλονικίες ή ακόμη και συγκρούσεις, είτε μεταξύ αυτής και των υπόλοιπων μελών, είτε μεταξύ αυτής και κάποιας άλλης χώρας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό, γιατί ο μοναδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με τις αρχές της Ένωσης είναι ο διάλογος, αλλά και γιατί η πίεση που μπορεί να ασκήσει μία Ένωση χωρών με διεθνές κύρος και δύναμη μπορεί να είναι καταλυτικής σημασίας για την αποφυγή μέχρι και αιματηρών επεισοδίων.

Αυτή η διασφάλιση της ειρήνης, που υπόσχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκτά ιδιαίτερη σημασία τόσο για μία ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας, όσο και για μία ενδεχόμενη ένταξη κι άλλων Βαλκανικών κρατών, όπως η Κροατία ή η Π.Γ.Δ.Μ. Στην πρώτη περίπτωση, μέσω της Τουρκίας η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει τη δυνατότητα προσέγγισης με την ταραγμένη περιοχή της Μέσης Ανατολής και να διαδραματίσει ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα στην περιοχή, ενώ παράλληλα θα καταρριφθούν οι θρησκευτικοί φανατισμοί που εδώ και αιώνες χωρίζουν τη Δύση από την Ανατολή. Την ίδια στιγμή οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, που πάντοτε ήταν εύθραυστες και που ευτυχώς σήμερα χαρακτηρίζονται από ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνεργασίας και διαβουλεύσεων για διάφορα ζητήματα, θα πάψουν να διέπονται από το κακώς διαιωνιζόμενο πνεύμα εμπάθειας και ανταγωνισμού. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι φανερή η μεγάλη συμβολή που μπορεί να έχει η Ένωση στη διατήρηση της ευημερίας, της ειρήνης και της ασφάλειας στη Βαλκανική Χερσόνησο, που επίσης υπήρξε έφορο πεδίο συγκρούσεων για αρκετά χρόνια. Ιδίως την περίοδο αυτή, που πολλές και ραγδαίες μεταβολές φαίνεται να λαμβάνουν χώρα στη συγκεκριμένη περιοχή, κρίνεται αναγκαία η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να εξισορροπήσει τις καταστάσεις.

Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει απαριθμώντας τα οφέλη και τις αρνητικές επιπτώσεις της διεύρυνσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, αυτά είναι αρκετά κατά τη γνώμη μου, ώστε ο προβληματισμός να μετατοπιστεί σε ένα άλλο συγγενές ζήτημα, με το οποίο και θα κλείσω. Οι αλλεπάλληλες διευρύνσεις οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των Ευρωπαίων Πολιτών. Όμως, πολλοί- μαζί με αυτούς κι εγώ- αμφιβάλλουν για αυτό στο εξής σημείο: ο «Ευρωπαίος Πολίτης» αποτελεί απλώς έναν τίτλο ή ένα βίωμα, που το κουβαλούνε όλοι μέσα στην ψυχή και στο μυαλό τους; Εδώ το πρόβλημα εντοπίζεται σε ατομικό κι όχι σε κρατικό επίπεδο και γι’ αυτό είναι και πιο κρίσιμο. Γιατί, όσο μεγάλη κι αν είναι η θέληση των πολιτικών αρχηγών των Ευρωπαϊκών Κρατών για την ενοποίηση των Λαών της Ευρώπης, αν αυτή η επιθυμία δεν εκφράζει τους ίδιους τους πολίτες, αν δεν πηγάζει από αυτούς τους ίδιους, τότε σε καμία περίπτωση δε θα μπορέσει να φτάσει το στόχο της και θα παραμείνει στην ιστορία ως άλλη μία αποτυχημένη προσπάθεια πραγματοποίησης του οράματος της «Ενωμένης Ευρώπης».

Είναι, λοιπόν, πολλές οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο παρόν και ακόμη περισσότερες αυτές που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο μέλλον. Αν και δεν είναι σίγουρο που θα οδηγήσει αυτή η αισιόδοξη και ελπιδοφόρα διαδρομή που έχει ακολουθήσει ως τώρα, ας είμαστε σίγουροι για το γεγονός πως δεν πρόκειται να παραδοθεί αμαχητί. Ας με συγχωρέσετε που χρησιμοποιώ ορολογία που καθόλου δεν ταιριάζει στις αρχές και τις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά ταιριάζει απόλυτα στην αγωνιστικότητα και στην αποφασιστικότητα της να πραγματοποιήσει επιτέλους αυτήν την ανεπανάληπτη ουτοπία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: