Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Αίγυπτος θα πει «Ιθάκη»

Όταν κανείς εγκαταλείψει, έστω και για λίγο, τις φόρμες και τα καλούπια της περιοριστικής του καθημερινότητας, συγκλονίζεται από τα αλλεπάλληλα κύματα ιδεών, εικόνων, ήχων και αισθήσεων κάθε λογής που τρέχουν να τον αγκαλιάσουν. Αυτό ακριβώς, αλλά στον υπέρτατο βαθμό, συνέβη και σ’ εμένα όταν, αφήνοντας πίσω μου τη δεδομένη πραγματικότητα της Ελλάδας, ταξίδεψα στη μυθική Αίγυπτο. Μυθική, γιατί στη φαντασία μου η Αίγυπτος ήταν πάντοτε ένας μύθος, που τον συναντούσα που και που σε κανένα βιβλίο Ιστορίας ή σε κανένα ντοκιμαντέρ. Όμως, κάποτε έρχεται η ώρα της απομυθοποίησης και τότε, είναι σα να γκρεμίζεται ένας ολόκληρος κόσμος και στη θέση του να ορθώνεται ένας εντελώς καινούριος.

Η Αίγυπτος θα περίμενε κανείς πως είναι μία χώρα εσωστρεφής, κλεισμένη στον εαυτό της, όπως άλλωστε και κάθε ισλαμική χώρα. Όμως, διαπιστώνει με έκπληξη κανείς πως αυτό που αναζητούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο οι άνθρωποι εκεί είναι η επικοινωνία. Αυτό μαρτυρούν οι πολυάριθμες δορυφορικές κεραίες στις ταράτσες και τα μπαλκόνια όλων των σπιτιών, που στην πλειοψηφία τους είναι ασοβάτιστα και ημιτελή. Αν και φτωχοί, οι ένοικοι αυτών των άθλιων σπιτιών, των στοιβαγμένων σε τεράστιες πολυκατοικίες ή των διάσπαρτων στα όρια των πόλεων με την έρημο, δεν μπορούν να αισθάνονται την ανάσα της εξουσίας πάνω τους και μέσω των ελάχιστων κρατικών καναλιών, που επιτρέπεται μόνο να εκπέμπονται στην Αίγυπτο.

Οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες, άνθρωποι χαροκαμένοι, που ολόκληρη τη ζωή τους παλεύουν με τον ήλιο, τη ζέστη και τις απαξιωτικές συνθήκες δουλειάς. Ένιωσα αφάνταστη ντροπή τη στιγμή, που έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει αμέριμνα μέσα από τη δροσιά και την άνεση του μικρού λεωφορείου που μας μετέφερε, τους Ανθρώπους με τις άσπρες κελεμπίες, που καλλιεργούσαν τα μικρά τους χωράφια με τα ίδια τους τα χέρια μέσα στο καμίνι του μεσημεριού. Κι όλος αυτός ο μόχθος χαμένος, γιατί όπως μας πληροφόρησε ο ξεναγός, οι τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων είναι εξευτελιστικά μικρές. Σκέτη εκμετάλλευση…

Οι Αιγύπτιοι, όμως, είναι ένας λαός ιδιαίτερα ανθρώπινος, φιλικός και προσπελάσιμος. Άνθρωποι που προχωρούν στο δρόμο και χαιρετιούνται με θερμές αγκαλιές και φιλιά, με ζωηρά μάτια και ενέργεια, γυναίκες και κοπέλες που στέκονται για λίγο και συζητούν, πατεράδες που κρατούν από το χέρι τα παιδιά τους και τα πάνε βόλτα. Ο δρόμος και η αγορά σφύζουν από ζωή και ενεργητικότητα, από ειλικρίνεια και αγαθότητα. Κανείς δεν προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο, ότι νιώθει κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει. Όλα φαίνονται τόσο καθαρά και απλά.

Ακόμα θυμάμαι πόσο απλά με πλησίασε ένα παιδάκι, καθώς προσπαθούσα να απαθανατίσω όλη αυτή την ενεργητικότητα του Καΐρου με τη φωτογραφική μου μηχανή, και μου πόζαρε για μια φωτογραφία. Ίσως να του έκανε εντύπωση η φωτογραφική μηχανή, ίσως να μην είχε την ευκαιρία πολλές φορές στη ζωή του να βγει φωτογραφία, γιατί φαινόταν πως ήταν κι εκείνο ένοικος ενός από τα άθλια εκείνα σπίτια. Δεν μπόρεσα, όμως, να το ρωτήσω τίποτα. Δεν καταλάβαινε αγγλικά και οι αριθμοί, που μόνο κατάφερα να μάθω στα αραβικά, προς μεγάλη μου έκπληξη δε μπορούσαν να με βοηθήσουν σε αυτή την περίπτωση.

Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε βήμα που έκανα αισθανόμουν και πιο έντονο τον αναστεναγμό αυτών των ανθρώπων, κι ας μην καταλάβαινα τη γλώσσα τους. Ως τότε ήξερα πως οι άνθρωποι αγωνίζονται για καλύτερο μισθό, αποτελεσματικότερη εκπαίδευση, πιο οργανωμένο νοσοκομειακό σύστημα, δικαιότερο φορολογικό σύστημα, για πράγματα ήδη δεδομένα. Τώρα, περνούσαν από μπροστά μου, η μία μετά την άλλη, οι εικόνες ανθρώπων που αγωνίζονταν απλώς για τα «δεδομένα». Ένιωσα ένοχη, μα τι μπορούσα να κάνω; Ευτυχώς, το «όραμα της νεότητας» δεν με εγκατέλειψε για πολύ.

Τη μεγαλύτερη συγκίνηση σε όλο το ταξίδι την ένιωσα την ημέρα της εκδρομής στη Αλεξάνδρεια. Κάιρο- Αλεξάνδρεια περίπου τρεις ώρες μέσω του δρόμου που κατασκεύασε ο μεγάλος αιγυπτιώτης ευεργέτης της Κομοτηνής, Νέστορας Τσανακλής. Στο τέλος μιας υπέροχης διαδρομής περιμένει τον επισκέπτη, ακριβώς στην είσοδο της πόλης, μια απρόσμενη επιγραφή: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Ένιωσα πως ήταν κάτι σαν προειδοποίηση: «Επισκέπτη, πρόσεχε, γιατί πατάς σε ιερά χώματα».

Πράγματι, πέρα από αυτή την ελληνική επιγραφή εκτεινόταν ένας άλλος κόσμος, ελληνικός. Ήταν η πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το άγαλμα του οποίου δέσποζε απέναντι από το λιμάνι, ατενίζοντας την αγαπημένη του Μακεδονία προς το Βορρά, πέρα από τον ορίζοντα. Ήταν η «Πόλις» του Μεγάλου Αλεξανδρινού Ποιητή, το σπίτι του οποίου βρισκόταν μέσα σε ένα στενό με μία απλή πινακίδα στην είσοδο- ταιριαστή της λιτότητας που τον χαρακτήριζε- να μαρτυράει πως ήταν δικό του. Εκεί βρισκόταν και το Πατριαρχείο, που μεταδίδει το φως της ορθοδοξίας σε όλο το Νότο, μονάχο του μέσα σε ένα δάσος από μιναρέδες. Εκείνη τη στιγμή συμμερίστηκα όσο ποτέ άλλοτε αυτό που ισχυριζόταν ο Κ.Π. Καβάφης: «Εγώ δεν είμαι Έλληνας, αλλά Ελληνικός».

Έτσι, γεμάτη εμπειρίες επέστρεψα πίσω στην Ελλάδα συνειδητοποιώντας πόσο ευτυχισμένοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι εδώ, αν πάψουν να μεμψιμοιρούν και να διαμαρτύρονται συνεχώς, αν αντιπαραθέτουν τους εαυτούς τους όχι μόνο απέναντι στους ‘’καλύτερους’’, αλλά και απέναντι στους λιγότερο ‘’καλούς’’, αν είναι ευγνώμονες για τη ζωή και ό,τι αυτή τους έχει χαρίσει. Μόνο με αυτή την αφετηρία θα μπορέσουν να διεκδικήσουν- και γιατί όχι, να κατακτήσουν- το ‘’βέλτιστο’’.

Υ.Γ. : Έπειτα από προσωπική επιλογή, παρέθεσα στο παρόν κείμενο αποκλειστικά και μόνο σκέψεις και συναισθήματα που γέννησε το συγκεκριμένο ταξίδι κι όχι τις δυσκολίες ή τις απογοητεύσεις που αναμφίβολα υπήρξαν. Έτσι, θα παραμείνει στη μνήμη ως μια γλυκιά ανάμνηση…



Ε .Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: